- ωτειλήθεν
- Αεπίρρ. από τραύμα («φορέοντο αἵματος ὠτειλῆθεν ἐπὶ τραφερὴν ῥαθάμιγγες», Ορφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠτειλή «τραύμα» + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ἀγορῆ-θεν)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὠτειλῆθεν — from indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)